αβένα

αβένα
Βλ. λ. βρόμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… …   Dictionary of Greek

  • σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… …   Dictionary of Greek

  • αγριογέννημα — Κοινή ονομασία του φυτού αβένα η άστατος της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι μονοετής πόα, ύψους 0,50 1,20 μ. με καλάμι όρθιο και φύλλα επίπεδα, πλατιά. Πρόκειται για ζιζάνιο, που φυτρώνει τόσο στα καλλιεργημένα όσο και στα χέρσα χωράφια …   Dictionary of Greek

  • δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”